- Αστύφιλος
- ἈστύφιλοςἈστύφιλοςmasc nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Ἀστύφιλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστυφίλου — Ἀστύφιλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστυφίλῳ — Ἀστύφιλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστύφιλον — Ἀστύφιλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)